- παμμήκης
- παμμήκηςvery longmasc/fem acc pl (attic epic doric)παμμήκηςvery longmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)παμμήκηςvery longmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παμμήκης — παμμήκης, πάμμηκες (Α) 1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήκης (< … Dictionary of Greek
παμμήκη — παμμήκης very long neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παμμήκης very long masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παμμήκης very long masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμῆκες — παμμήκης very long masc/fem voc sg παμμήκης very long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμήκεις — παμμήκης very long masc/fem acc pl παμμήκης very long masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμήκεσι — παμμήκης very long masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμήκους — παμμήκης very long masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek